- ῥαγοειδής
- ῥᾱγοειδής, ές,A like berries or grapes: ῥ. χιτών in the eye, the choroid membrane, but including the iris, Herophil. ap. [Ruf.]Anat.13, Ruf. Onom.153, Gal.UP10.4, Poll.2.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥαγοειδής — like berries masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραγοειδής — ές / ῥαγοειδής, ές, ΝΑ [ῥάξ, ῥαγός] αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγα («ραγοειδής υμένας» ο μεσαίος υμένας τού οφθαλμού) νεοελλ. φρ. «ραγοειδής χιτώνας» ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα … Dictionary of Greek
ῥαγοειδῆ — ῥαγοειδής like berries neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥαγοειδής like berries masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγοειδεῖ — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαγοειδοῦς — ῥαγοειδής like berries masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
αγγειώδης — ες (Α ἀγγειώδης) [ἀγγεῑο] αυτός που μοιάζει με αγγείο, κοίλος νεοελλ. ο ραγοειδής χιτώνας τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vascular bundle] … Dictionary of Greek
πομοειδή — τα βοτ. οικογένεια τών ροδιδών, τής τάξης ροδώδη, τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι ο ψευδής ραγοειδής καρπός και η οποία περιλαμβάνει σημαντικά οπωροφόρα, όπως την αχλαδιά, τη μηλιά, την κυδωνιά, τη μουσμουλιά, τη μεσμιλιά, τη μουτζιά, αλλ.… … Dictionary of Greek
ραγοειδίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού ραγοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραγοειδής + ίτιδα] … Dictionary of Greek
ραγώδης — (I) ῶδες, Α [ῥάξ, ῥαγός] ραγοειδής («ρἁγώδης καρπός στρύχνου», Θεόφρ.). (II) ώδες, Α [ῥάγος] ο γεμάτος ρήγματα, ρωγμές, καταραγισμένος … Dictionary of Greek